- ἀῖτα
- ἀῗ̱τα , ἀίταςa beloved youthmasc voc sg (doric)ἀῗ̱τα , ἀίταςa beloved youthmasc nom sg (epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀίτα — ἀΐ̱τᾱ , ἀίτας a beloved youth masc nom/voc/acc dual (doric) ἀΐ̱τᾱ , ἀίτας a beloved youth masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
дие́та — ы, ж. Определенный режим питания. Соблюдать строгую диету. [От греч. διαιτα образ жизни] … Малый академический словарь
αΐδα — και άιδα και άιτα, η 1. βοήθεια, περίθαλψη, περιποίηση 2. ομαδικό παιδικό παιχνίδι, που παίζεται με αμάδες 3. η ίδια η αμάδα ή γενικά κάθε αμάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενετ. aida «βοήθεια»] … Dictionary of Greek
παιδεραστία — Έρωτας ενηλίκου ανδρός προς ανήλικο άτομο. Η π. είναι γνωστή από την αρχαιότητα με την έννοια όμως του έρωτα ενός άνδρα για ανήλικο αγόρι. Οι Αιγύπτιοι, οι Πέρσες, οι Τυρρηνοί, οι Κέλτες, οι Ιάπωνες και οι Κινέζοι καλλιέργησαν ιδιαίτερα την π.,… … Dictionary of Greek
Ετρούσκοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού. Οι … Dictionary of Greek
Diät — Di|ä̱t [von gr. διαιτα = Lebensart; Lebensunterhalt; vom Arzt vorgeschriebene Lebensweise] w; , en: Krankenkost, Schonkost … Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke